Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2011

Dernau-Luxemburg

Που να στα λέω, μέσα σε όλες αυτές τις μέρες που χάθηκα απο δω και τι δεν έκανα με αποκορύφωμα ένα ταξίδι στην επαρχιακή Γερμανία που γύρισα γεμάτη εικόνες και χρώματα.
Τρίτη απόγευμα βρέθηκα σε μικρό χωριό της Κολωνίας όπου στρογγυλοκάθησα, για την ακρίβεια δεν έβαλα κώλο κάτω, για μια βδομάδα.
Το χωριό απ' αυτά που σίγουρα έχεις δει σε κάρτ ποστάλ ή ντοκυμαντέρ, λίγα σπίτια το πολύ πενήντα, στο γνωστό Γερμανικό ρυθμό με επικλινείς στέγες, λουλούδια στα παράθυρα, πεντακάθαρα δρομάκια, και γηραλέους τουρίστες με μπαστούνια περιπατητών να το διασχίζουν ερχόμενοι απο το παρακείμενο δάσος, ποδηλάτες με φούλ εξοπλισμό και τουρίστες σαν και μένα να κοιτούν απορημένοι τις καινούργιες καθαρές εικόνες.
Βλέποντας κάθε χωριό και κάθε πόλη κάπως έτσι, δεν μπορείς να μην σκεφτείς πως είναι τόσο νοικοκυρεμένα και αυτο φαίνεται κι απο αυτό το πολύ απλό παράδειγμα, κάνε τώρα τη σύγκριση με μια δική μας εικόνα και θα καταλάβεις, σκέψου ένα αντίστοιχο δικό μας χωριό οπουδήποτε στην επαρχία, ή ένα δικό μας δάσος και μην βάλεις την εξαίρεση.
Με το δάσος δίπλα και τα αμπέλια να ζώνουν το χωριό σου ρχεται να περπατήσεις ακόμη κι αν δεν είναι το καλύτερό σου, έτσι πήραμε τους δρόμους τους λόγγους και τα υψηπεδή αμπέλια και περπατήσαμε μέχρι να μας πονέσουν τα πόδια.
Το βράδυ μας βρήκε να πίνουμε σαγκρίες να καπνίζουμε μανιωδώς, ακόμα κι εγώ, φαίνεται πως τόσος καθαρός αέρας μου ρθε πολύς, και να τρώμε απο φρούτα μέχρι τυρογαριδάκια συνεχώς.
Την άλλη μέρα είπαμε να εκδράμουμε σε πόλη και τι πιο απλό να περνούσαμε τα σύνορα για Βέλγιο, Λουξεμβούργο ή Ολλανδία?
Ομόφωνα συμφωνήσαμε για Λουξεμβούργο γιατί είπαμε ότι σιγά μην πάμε ποτέ στο Λουξεμβούργο, ενώ Βρυξέλες όλο και θα τύχει, οπότε καβαλήσαμε το κάμπριο γκόλφ και οδήγησα στους Γερμανικούς δρόμους με προορισμό το Λουξεμβούργο που απείχε κάπου 2 ώρες απο εκεί που βρισκόμασταν.
Αφού μας μπέρδεψαν κάτι έργα εμάς αλλά και το gps και με καθυστέρηση μιας ώρας φτάσαμε σε ένα απο τα πλουσιότερα κρατίδια της Ευρώπης, εννοείτε ότι τα σύνορα ήταν σαν διόδια και δε μας έλεγξε κανείς και μπήκαμε στην πόλη του Λουξεμβούργου, αφού διανύσαμε την επαρχία με τα περιποιημένα χωράφια και τις καλοζωισμένες αγελάδες, μπαίνοντας στο Λουξεμβούργο αυτό που αντικρύζεις είναι ψηλά κτίρια σαν ουρανοξύστες που στεγάζουν τις πολυεθνικές, εργαζόμενους που έκαναν το lunch break τους ή περπατούσαν στους δρόμους με υπέρκομψα κοστούμια ψηλοί και ευθυτενείς όλοι τους σχεδόν και με έναν αέρα που απείχε έτη φωτός απο τους χωριάτες Γερμανούς.
Παρκάραμε στο σταθμό, και διασχίσαμε την πόλη σε πολύ λιγότερο απο δύο ώρες αφού το εμπορικό κέντρο της και η παλιά πόλη ήταν δίπλα δίπλα με τις αποστάσεις να είναι πολύ πολύ μικρές.
Στο κέντρο επικρατούσε μια ησυχία και μια ανωτερότητα, τύπου άμα βήξω θα με κοιτάξουν παραξενεμένοι, στα μαγαζιά μας μιλούσαν στα Γαλλικά, αλλά συνενοούνταν και στα Γερμανικά και Αγγλικά, ο κόσμος που κυκλοφορούσε ήταν φοιτητές, μαθητές, και ηλικιωμένοι που όλοι μα όλοι έπιναν τον καφέ με συνοδεία κάτι λαχταριστα γλυκά, που εννοείτε ότι δοκίμασα σε ένα πολύ Γαλλικό καφέ, εντάξι, αν δεν έχεις φάει γλυκό στο Λουξεμβούργο δεν ξέρεις τι είναι κρεμ πατισερί, αυτό έχω να πω.
Ξέρω και στη Γαλλία κάπως έτσι θα είναι, αλλά έχω πολλά χρόνια να πάω στο Παρίσι και δε θυμάμαι, μη με ρωτάς.
Περιτό να πω ότι κάποια στιγμή που κατουρήθηκα και θέλησα να πάω τουαλέτα πλήρωσα ένα ολόκληρο ευρώ στα Μακ ντόναλτς και όλες μα όλες οι τουαλέτες των μαγαζιών στο κέντρο ήταν επί πληρωμή για τους μη πελάτες.
Βγάλαμε φωτογραφίες παντού, φάγαμε κάτι πρόχειρο και αφού χαζέψαμε σε διάφορα μαγαζιά πήραμε το δρόμο της επιστροφής κάπως θλιμένοι που δε ζούμε εκεί να παίρνουμε δέκα χιλιάδες ευρώ μισθό το μήνα και να βρισκόμαστε κάθε βδομάδα σε άλλο κράτος για εκδρομή.
Την άλλη μέρα το πρόγραμμα είχε ποδηλατάδα στο χωριό σε μια απόσταση 6 χιλιομέτρων που την κάναμε με τα ρούχα να με στενεύουν κάπως, το παντελόνι δηλαδή και τη σέλα απο το ποδήλατο του Κ να μου μπαίνει στον κώλο και κάθε λίγα μέτρα να θέλω να σταματάω όχι τόσο για τις άπειρες φωτογραφίες που ήθελα να βγάζω, όσο για το ότι πιανόμουν κι ήθελα να μετακινούμε συνεχώς.
Η διαδρομή απο τον ποδηλατόδρομο περιελάμβανε ποταμάκι μικρό, ρυάκι το λες που όμως είχε ψαρούκλες στα πεντακάθαρα νερά του, τις είδα πίστεψέ με! κοντοκουρεμένα χορτάρια δίπλα απο τον ποδηλατόδρομο, τεράστια δένδρα με σκιά που σκοτείνιαζε το φως του ήλιου, ναι είχε ήλιο σχεδόν όλες τις μέρες που είμασταν εκεί και μάλιστα 2 μέρες σχεδόν καύσωνα για τα δεδομένα της Γερμανίας, αμπέλια περιποιημένα άλλα με τα τσαμπιά να κρέμονται και άλλα που τα είχαν κόψει, μοναστήρι που ήταν σα κάστρο σπίτια κατά μήκος του ποδηλατόδρομου περιποιημένα με τις αυλές τους και με τα λουλούδια τους, σχολείο που ήταν στη μισή διαδρομή και όλα τα παιδιά απο το μικρότερο ως το μεγαλύτερο πηγαινοερχόταν με ποδήλατο ή με τα πόδια το ίδιο και οι καθηγητές - δάσκαλοι, κάμπερς που αράζαν στις ξαπλώστρες έξω απο τα τροχοκινούμενά τους, παρέα που έκανε πικ νικ και εννοείτε ότι δεν υπήρχε ούτε μισό σκουπίδι πουθενά.
Πήγαμε σε δυο διπλανά χωριά, κάναμε βόλτες, φάγαμε κάτι μοσχομυριστές βάφλες και επιστρέψαμε στο σπίτι όπου μας περίμεναν για βραδυνή βόλτα στη Βόννη, αλλά λέω να συνεχίσω σε άλλο πόστ για τη Βόννη.....